Ήταν απόγευμα, δεν θυμάμαι όμως ούτε την εποχή, ούτε την χρονιά. Παράξενο δεν σας φαίνεται; Ένα γεγονός που άλλαξε την ζωή μου και τώρα πια ούτε που βρίσκεται στο μυαλό μου. Όσο και να προσπαθώ μου φαίνεται αδύνατο να καταλάβω για ποιο λόγο το μυαλό μου αρνήθηκε να καταγράψει τα όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ - ή μήπως εκείνα τα βράδια... Ποτέ μου δεν κατάλαβα.
Ήταν απόγευμα και βγήκα να κάνω ένα βραδινό περίπατο παρέα με το «μαγικό» λυχνάρι του παππού μου, όπως το αποκαλούσε χαϊδευτικά. Πάντα μου έλεγε ότι αυτό το λυχνάρι δεν ήταν απλό, μέσα του έκρυβε την δική του ζωή, ζωή γεμάτη με μύθους και θρύλους που έγιναν πολύ παλιά και το μόνο που έμεινε να τους θυμάται είναι αυτό εδώ το λυχνάρι. Φορώντας ένα παλτό ξεκίνησα να κάνω τον περίπατό μου από την πλατεία του χωριού όπου έμενα μέχρι την κορυφή του λόφου, από όπου μου άρεσε θυμάμαι να κοιτώ την θάλασσα και τα παιχνίδια του φεγγαριού με τα μαύρα νερά της.
Η απόσταση από το χωριό δεν ήταν μεγάλη, αν θυμάμαι καλά μισή ώρα μέχρι τους πρόποδες του βουνού και από εκεί μια ώρα μέσα στο δάσος μέχρι την κορυφή του λόφου. Εκεί που άλλοτε στεκόταν όρθια μια εκκλησία που κανείς τώρα πια δεν γνωρίζει σε ποιον ήταν αφιερωμένη. Το μόνο που υπήρχε να την θυμίζει ήταν ένας μισογκρεμισμένος τοίχος και ένα στενό τετράγωνο κτίσμα που μάλλον ήταν το καμπαναριό. Μπροστά από την ερειπωμένη εκκλησία διασταυρώνονταν δυο δρόμοι, ο ένας του χωριού (ο αριστερός) και ο άλλος του δάσους (ο δεξιός) που ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές δεν ξέρω που πραγματικά βγάζει. Μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω, αλλά δεν θέλω να μιλήσω για αυτές, τουλάχιστον όχι ακόμα. Πίσω ακριβώς από τον ναό, βρισκόταν μια μαρμάρινη πλάκα πάνω στο έδαφος που προστάτευε πολύ καλά το μυστικό της αφού κανείς δεν ήξερε τι κρύβει, ούτε και ποτέ νοιάστηκε κανείς να μάθει.
Δίπλα στην μαρμάρινη αυτή πλάκα μου άρεσε να κάθομαι από παιδάκι και να αγναντεύω τα παιχνίδια του φεγγαριού με τα νερά της θάλασσας αφήνοντας το μυαλό μου να γεμίζει από σκέψεις αλλόκοτες και βιαστικές, γεμάτες σοφία και απλότητα. Ένας εσωτερικός διάλογος με ερωτήσεις που δεν άκουσα ποτέ μου και απαντήσεις που ποτέ δεν είπα. Ήταν το φεγγάρι που με έκανε να νοιώθω έτσι; Ήταν ο παλιός ναός; Ήταν η μαρμάρινη πλάκα και το μυστικό της; Ήταν το απαλό αεράκι που πάντοτε φυσούσε; Ή μήπως δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά παρά μια ιστορία του μυαλού μου για να καταλάβει τα όσα συνέβαιναν γύρω του εν αγνοία του. Ποτέ δεν θα μάθω τι πραγματικά συνέβη τότε, τι ήταν αυτό που το μυαλό μου αρνήθηκε να καταγράψει και το άφησε να χαθεί.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει πίσω από τον λόφο καθώς άρχισα το πέρασμα μέσα από το δάσος. Έβγαλα τα σπίρτα από την τσέπη μου και με το γύρισμα του φυτιλιού άναψα το λυχνάρι. Μια ζωηρή γαλαζοπράσινη φλόγα απλώθηκε γύρω μου και φώτισε τον σκοτεινιασμένο δρόμο μου μιας και το φεγγάρι ήταν τριών μόλις ημερών και το φως του δεν μπορούσε να διαπεράσει το πυκνό φύλλωμα του δάσους. Μετά από μια μοναχική πορεία έφτασα στο ξέφωτο και στην παλιά εκκλησία. Θυμάμαι ότι κοίταξα το ρολόι μου και είδα ότι είχαν περάσει τέσσερις ώρες από την είσοδό μου στο δάσος. Τρόμαξα, είχα κάνει τον τετραπλάσιο χρόνο από αυτόν που πραγματικά χρειαζόμουν για να διασχίσω το δάσος και να φτάσω στο αγαπημένο μου μέρος. Γιατί καθυστέρησα τόσο και πού, ήταν οι δυο πρώτες ερωτήσεις που μου ήρθαν στο μυαλό χωρίς να μπορώ να δώσω καμιά λογική απάντηση. Σαστισμένος κάθισα δίπλα στην μαρμάρινη πλάκα και σκεφτόμουν πού καθυστέρησα τόσο πολύ. Άδικος κόπος, το μυαλό μου μού έλεγε ότι ακολούθησα την διαδρομή κανονικά -όπως τόσες άλλες φορές που πήγαινα εκεί- και δεν είχα περπατήσει παραπάνω από μιάμιση ώρα, όσο ακριβώς ήταν η απόσταση από το σπίτι μου μέχρι την εκκλησία.
Το αεράκι είχε αρχίσει να δυναμώνει και η θάλασσα γινόταν ολοένα και πιο επιθετική. Αποφάσισα να φύγω και να ξανασκεφτώ στην διαδρομή του γυρισμού γιατί είχα αργήσει τόσο να φτάσω στην εκκλησία. Παίρνοντας τον αριστερό δρόμο, τον δρόμο της επιστροφής, άρχισα να χάνομαι στις σκέψεις μου προσέχοντας όμως να μην βγω από το μονοπάτι που τώρα φαινόταν μικρότερο και χορταριασμένο. Παραξενεύτηκα για μια ακόμη φορά, αλλά θυμήθηκα ότι επειδή ήταν νύχτα, δεν του είχα δώσει και πολλή σημασία και συνέχισα τον δρόμο μου. Καθώς προχωρούσα όλο και πιο βαθιά στο δάσος, τα χόρτα κάλυπταν το μονοπάτι όλο και περισσότερο με αποτέλεσμα μόλις και με τα βίας να ξεχωρίζω τον δρόμο μου. Τα δέντρα άρχισαν να πυκνώνουν απειλητικά και το φως από το φανάρι να γίνεται όλο και πιο αμυδρό. Το τοπίο μου έμοιαζε τώρα πια ξένο. Παράξενοι ήχοι έφταναν στα αυτιά μου που δεν μπορούσα να καταλάβω. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ήταν ο ομορφότερος ήχος που άκουσα ποτέ. Η μελωδία αυτή έχει μείνει χαραγμένη ακόμα μέσα στο μυαλό μου και ίσως είναι αυτή που κρατά τις αναμνήσεις μου και το τι πραγματικά συνέβη τότε καλά κλειδωμένα.
Καθώς προχώρησα λίγο ακόμα πάνω στο μονοπάτι συνάντησα μια επιγραφή που έλεγε ότι ο δρόμος για το χωριό ήταν πίσω εκεί από όπου ξεκίνησα. Πάγωσα, είχα πάρει κατά λάθος τον δεξιό δρόμο που χανόταν μέσα στο δάσος. Γι αυτό όλα φαίνονταν άγνωστα, το μονοπάτι, τα δέντρα, οι ήχοι που άκουγα για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια που επισκέπτομαι το ίδιο μέρος. Με γοργά βήματα πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Όταν έφτασα στο σταυροδρόμι είδα ότι είχα πάρει τον σωστό δρόμο για το χωριό. Είχα πάει αριστερά και όχι δεξιά!
Πού ήταν τελικά το χωριό; Γιατί ο δρόμος δεν οδηγούσε πια σε αυτό και πού οδηγεί τότε ο άλλος δρόμος, αυτός που βρίσκεται δεξιά; Το ρολόι μου είχε σταματήσει στις 5:30 αλλά η ημερομηνία άλλαζε συνεχώς. Η νύχτα δεν έμοιαζε να φεύγει και το φεγγάρι είχε χαθεί πίσω από τα σύννεφα .Με βαριά καρδιά αποφάσισα να πάρω τον δεξιό δρόμο αφού δεν ήθελα να γυρίσω πίσω στο άγνωστο μονοπάτι που πήρα πριν. Μετά από μια ώρα δρόμο έφτασα στους πρόποδες του βουνού και από εκεί σε μισή ώρα βρισκόμουν στο χωριό.
Ο ήλιος είχε κιόλας αρχίσει να βγαίνει μαζί με τους πρώτους κατοίκους που πήγαιναν στις δουλειές τους. Κανένας τους δεν μου έδωσε σημασία όσο και εάν προσπάθησα να τους μιλήσω για αυτό που μου συνέβη. Τέλος αποφάσισα να πάω σπίτι να ξαπλώσω για να συνέλθω από την βραδινή μου ταλαιπωρία. Μπήκα στο σπίτι και πήγα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου και να πέσω για ύπνο. Όμως καθώς κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέπτη πρόσεξα ότι κάτι έλειπε. Έλειπε η αντανάκλασή μου μέσα στον καθρέπτη. Τότε μου πέρασε από το μυαλό η επιγραφή της μαρμάρινης πλάκας που δεν μπορούσα να διαβάσω, γιατί ήταν γραμμένη σε άγνωστη γλώσσα:
«Εδώ είναι θαμμένος αυτός που έμαθε τα μυστήρια της μητέρας φύσης, της μητέρας όλων εμάς. Αντίο.»
ΤΕΛΟΣ
Παναγιώτης Γκασιάμης ©