"Όχι! Δεν είναι δυνατόν!", φώναξα και πετάχτηκα επάνω.
Είχα αποκοιμηθεί επάνω στον υπολογιστή αλλά ένα φριχτό όνειρο με έκανε να ξυπνήσω βίαια και να φωνάξω. Το μυαλό μου βαρύ και θολό γεμάτο σκέψεις που δεν έπρεπε, μου προκαλούσε αφόρητο πόνο. Η αναπνοή μου βαριά και κοφτή δήλωνε το μέγεθος της αγωνίας που με κυρίευε.
Σηκώθηκα τόσο απότομα όσο είχα ξυπνήσει και έτρεξα στο μπάνιο για να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου μήπως και καταφέρω να διώξω μακρυά τις σκέψεις που τρύπωσαν μέσα μου. Άνοιξα τη βρύση και έβαλα το κεφάλι μου από κάτω. Το νερό έτρεχε κρύο στο νιπτήρα όμως εγώ το ένοιωθα καυτό πάνω μου. Έπρεπε να κοιτάξω. Έπρεπε να δω πως έμοιαζε το πρόσωπό μου. Τους τελευταίους έξι μήνες δεν είχα το κουράγιο να με κοιτάξω, αλλά τώρα το νοιώθω, το ξέρω, έπρεπε να βρω το θάρρος να δω πως έμοιαζα. Η τελευταία μάχη που είχα δώσει με τον εαυτό μου, μου είχε αφήσει ανεξίτηλα σημάδια που είχαν αλλοιώσει τα φυσικά χαρακτηριστικά μου. Οι άλλοι δεν το βλέπανε, εγώ όμως το ένοιωθα να με παραμορφώνει.
Προσπάθησα να σηκώσω το κεφάλι μου, να βρω τη δύναμη να κοιτάξω αλλά μάταια, είχα παγώσει. Οι μύες μου δεν αντιδρούσαν, είχαν πάψει να έχουν κάθε επαφή με το συνειδητό σε μια προσπάθεια να σταματήσουν το αναπόφευκτο. Τα μάτια μου κοιτούσαν το νερό που γλιστρούσε από το νιπτήρα και χάνονταν στο σκοτεινό κόσμο του θανάτου. Η όρασή μου άρχισε να θολώνει καθώς τα φώτα καλύπτονταν σιγά σιγά από το μαύρο πέπλο που εμφανίζεται στους στρατιώτες πριν την τελική μάχη. Σημάδι του θανάτου που έρχεται για την τελική αναμέτρηση, ένας θα ζήσει ένας θα πεθάνει! Έμεινα αρκετή ώρα εκεί χωρίς να καταφέρω τελικά να κοιτάξω στον καθρέφτη. Μου ήταν αδύνατο. Ίσως γιατί δεν ήθελα να δω εάν αυτό που ονειρεύτηκα ήταν πράγματι αλήθεια.
Γύρισα στο δωμάτιο κρατώντας τα φώτα κλειστά, φοβούμενος τις σκιές που δημιουργεί το φως. Όλα ήταν όπως τα άφησα. Το κρεβάτι στρωμένο, διάφορα βιβλία σκόρπια πεταμένα εδώ και εκεί και ο υπολογιστής μου ανοιχτός, πάνω στο γραφείο που υπήρχε μπροστά από το μοναδικό παράθυρο που είχε το δωμάτιο. Κάθισα στην καρέκλα και κοίταξα προς τα έξω. Το φεγγάρι ήταν δύο ημερών και η λάμψη του πολύ λιγοστή για να φωτίσει τα σκοτεινά σοκάκια που υπήρχαν γύρω από το σπίτι μου. Παντού απλωνόταν μια μαύρη σκιά που κάλυπτε την πόλη και σε έκανε να ανατριχιάζεις. Έμεινα αρκετή ώρα εκεί κοιτάζοντας έξω και ηρεμώντας από τον εφιάλτη που είχα δει νωρίτερα... Ηρέμησα! Γύρισα προς τον υπολογιστή μου για να τελειώσω το κείμενο που ξεκίνησα να γράφω λίγο πριν με πάρει ο ύπνος.
* «Ονειρικές σκέψεις… Είναι αυτές οι στιγμές που πιάνω το πληκτρολόγιο μη ξέροντας πώς να βγάλω στην επιφάνεια όλα όσα κρύβονται από κάτω. Το μέσα και το έξω είναι Ένα, με όλη τη σημασία της λέξης. Πώς να ξεκόψεις αυτό το ανείπωτο σύνολο από τον εαυτό του; Πώς να το τεμαχίσεις για χάρη της άχαρης επικοινωνίας; Και σε τελική ανάλυση γιατί να το κάνεις;
Καλησπέρα κύριε Στήβενσον. Βλέπω άλλαξες όνομα, δεν θες να έχεις πια καμία σχέση μαζί μου; Όμως εγώ σε θυμάμαι και σε θυμάμαι καλά. Δεν σου φτάσαν όλοι οι ουρανοί του κόσμου; θέλησες και κάτι παραπάνω. Αυτό το κάτι σου ξαναχτυπάει την πόρτα και ήρθε για την πληρωμή, μόνο που τώρα δεν θα καταλήξουμε να παλεύουμε με πληκτρολόγια και λέξεις, με συντακτικό και ορθογραφία… αλλά τώρα πια σώμα με σώμα. Είμαι πιο δυνατός και έχω έρθει για τη σφαγή. Αυτή που μου χρωστάς τόσους μήνες τώρα. Το κύμα βράζει μέσα μου και δεν θα αργήσει να σε παρασύρει.
Κρύβεσαι, φοβάσαι, με αποφεύγεις αλλά το ξέρεις πως χωρίς εμένα δεν υπάρχεις κι όλα εκείνα τα μικρά και τα μεγάλα που ταλανίζανε το φτωχό σου μυαλό, όσο έλειπα, βλέπεις πόσο γελοία φαντάζουν τώρα; …
… Το μεγάλο και απέραντο σύμπαν σε όλο του το μεγαλείο! Η λεπτή διαχωριστική γραμμή μιας χοάνης που σημαίνει θάνατο και ζωή ταυτόχρονα. Η ζωή μου που ξεπηδά από τον καθρέφτη σαν αντικρίσεις τον εαυτό σου, θέλει να σε καταπιεί. Με καταπίνεις και σε καταπίνω δηλητηριάζοντας ο ένας τον άλλο για μια στιγμή, που ο πόνος της όμως θα κρατήσει για πάντα. Μα, το φαρμάκι σου δεν είναι αρκετό πια για να με ξεκάνει. Άφησες τη δύναμή σου να χαθεί γιατί φοβήθηκες να δεις αυτό που έγινες, αυτό που πάντα ήσουν. Βυθίζω το χέρι μου μέσα στον καθρέφτη και ένας παλιός και γνώριμος κόσμος εμφανίζεται πίσω του. Σε βλέπω μπροστά στο νιπτήρα κίτρινο να ανασαίνεις βαριά και να φαίνεσαι έτοιμος να καταρρεύσεις. Σε πιάνω από το χέρι και σε τραβάω μέσα. Τραβιέσαι, χάνεσαι, τρικλίζεις! Ξέρεις πως είμαι εγώ. Με νοιώθεις, το ξέρω. Μάθε λοιπόν τι πρόκειται να συμβεί, μάθε πως θα γραφτεί το τέλος.
Ο καθρέφτης είναι η πύλη, είναι η είσοδος και σε προκαλώ να ανακαλύψεις τον κόσμο που υπάρχει πίσω από αυτήν. Μπες μέσα του και ταξίδεψε στο κενό, άσε το χώρο να σε παρασύρει μαζί του μέχρι την χρυσή παραλία που συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Θυμάσαι; Τα ασημένια νερά που αντανακλούσαν τον γαλαζωπό ήλιο, τα χρώματα της ίριδας που έπαιζαν πάνω στον ορίζοντα, τον αέρα που μύριζε γιασεμί και βανίλια και σε ξεσήκωνε να αναζητήσεις το άγνωστο. Αλήθεια, θυμάσαι; Μην απαντάς ξέρω τι σκέφτεσαι γιατί εγώ είμαι εσύ και εσύ εγώ.
Ήρθε η ώρα. Ετοιμάσου. Αρκετά σε περίμενα. Τώρα θα γραφτεί το τέλος.
Το νoιώθεις;
Είναι η άμμος που αρχίζει να σε καταπίνει, μέχρι να βουλιάξεις ολότελα και να μην μπορείς να πάρεις ανάσα. Θα νοιώσεις την αναπνοή σου όλο πιο λιγοστή και πιο βαριά ώσπου να σταματήσει τελείως δηλώνοντας το χαμό σου, το θάνατό σου εκεί ακριβώς, μπροστά στην οθόνη καθώς θα ανακαλύψεις ότι εγώ χτυπάω τα πλήκτρα με μανία, και είναι η Μανία μου τέτοια που τα κάνει όλα αυτά πραγματικότητα!»
Δεν είναι αλήθεια, δεν μπορεί να είναι αλήθεια, φώναξα! Αφού τον σκότωσα. Πως γίνεται. Πριν έξι μήνες ήταν θυμάμαι όπου γράφτηκε η τελευταία πράξη του δράματος. Πριν έξι μήνες τον σκότωσα. Πως τώρα εμφανίζεται πάλι; Από πού έρχεται; Ποιος τον κάλεσε;
Ήρθε για ακόμα μια φορά να στοιχειώσει τα όνειρά μου, πιο δυνατός από ότι πριν, γιατί τώρα τον νοιώθω έντονα μέσα μου να μου κυριεύει το νου και να με ξεσκίζει αποκτώντας σιγά σιγά όλο και περισσότερο έλεγχο επάνω στο σώμα μου.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο! Τα σημάδια του αρχίζουν να φαίνονται πάνω μου. Ζαλίζομαι. Αναπνέω όλο και πιο δύσκολα. Το αίμα μου το νοιώθω πύρινο πια, να περνάει και να καίει τις φλέβες μου. Αισθάνομαι ότι δεν μου έχουν μείνει δυνάμεις να τον παλέψω. Και πώς να έχω άλλωστε αφού εγώ δεν έχω αναρρώσει πλήρως από την προηγούμενη μάχη μας ενώ αυτός είναι πιο δυνατός. Είναι πολύ πιο δυνατός!
Τα όνειρα! Τα όνειρα!
Τώρα αρχίζω και θυμάμαι, έτσι τον νίκησα. Τα όνειρα μου, πότε δεν κατάφερε αυτός να τα πολεμήσει. Εκεί! Eκεί έγινε η τελική μάχη και εκεί τον νίκησα διώχνοντας τον μακρυά χωρίς ελπίδα να γυρίσει.
Αλλά γύρισε και τώρα πια με καλεί μέσα από τα όνειρα μου. Δεν ξέρω πως. Τον νοιώθω να μου ψιθυρίζει σκέψεις που δεν είναι δικές μου. Τον νοιώθω μέσα στο κεφάλι μου να γυρνάει και να με γεμίζει πόνο, άλλοτε πίσω από τα μάτια και άλλοτε βαθιά μέσα στο μυαλό μου. Τον νοιώθω σε κάθε ανάσα μου που βγαίνει τώρα πια, όλο και πιο δύσκολα. Ήρθε και, αυτή τη φορά, θέλει αυτός να είναι ο νικητής.
Ανοίγω το συρτάρι να βρω τα χάπια που μου είχαν δώσει οι γιατροί, καθησυχάζοντάς με ότι δεν είχα κάτι σοβαρό, όμως εκείνοι δεν ήξεραν. Δεν ήθελα να μάθουν. Βρήκα τα χάπια αλλά δίπλα τους βρήκα και το μαχαίρι που είχα μαζί μου στην προηγούμενη μάχη μου εναντίον του. Δεν ξέρω γιατί το κράτησα αλλά μου ήταν αδύνατο να μπορέσω να το αποχωριστώ. Το παίρνω στο χέρι μου και ίδιες εικόνες με τότε έρχονται στο μυαλό μου.
Πιάνω το μαχαίρι και αυτό είναι αρκετό για να με κλονίσει, τόσο ψυχικά όσο και σωματικά. Το μυαλό μου χάνει την ηρεμία του, πνίγεται από σκέψεις αλλόκοσμες και απεχθείς που τεντώνουν τα νεύρα μου και τα κάνουν να ταλαντώνονται άτσαλα πλησιάζοντας όλο και πιο πολύ στα όριά τους. Τα χέρια μου τρέμουν, αλλά το μαχαίρι μένει εκεί, ακίνητο και στιβαρό σαν να είναι δεμένο πάνω τους με μια δική του θέληση που με καθηλώνει και περιμένει την επόμενη κίνησή μου. Προσπαθώ να το πετάξω αλλά το νοιώθω να σφίγγει όλο και πιο πολύ στη χούφτα μου. Αισθάνομαι τη λάμα του καυτή να μπαίνει μέσα στο χέρι μου αλλά η απουσία του πόνου είναι που με τρομάζει πιο πολύ από όλα. Το μαχαίρι και εγώ ενωθήκαμε, είμαστε πια ένα. Έτοιμοι ή όχι δεν έχει σημασία, τα πιόνια έχουν στηθεί και το παιχνίδι είναι έτοιμο να ξεκινήσει.
Μα, τώρα θυμήθηκα! Tο μαχαίρι αυτό δεν προορίζεται για μένα, δεν μπορεί να μου προξενήσει κακό, όχι σε μένα, αλλά εκείνος το τρέμει. Το φοβάται γιατί επάνω του έχει δύναμη και μπορεί να τον σκοτώσει. Όχι όμως όσο είμαστε στο δικό μου κόσμο. Εδώ δεν μπορεί να του κάνει τίποτα. Πρέπει να πάω εγώ να τον βρω, τώρα, πριν να είναι πολύ αργά. Όμως υπάρχει μόνο ένας τρόπος να μπω εκεί που είναι αυτός αλλά αυτό μου είναι αδύνατο. Έξι μήνες τώρα δεν είχα το κουράγιο να μπω εκεί και να βεβαιωθώ πως είναι νεκρός και τώρα με καλεί εκεί για να τον αντιμετωπίσω σώμα με σώμα.
Πρέπει να μαζέψω δυνάμεις. Πρέπει να βρω το θάρρος να κοιτάξω. Πρέπει να μπω εκεί μέσα και να βγω νικητής εάν θέλω να ζήσω. Αυτή τη φορά δεν θα υπάρξει γυρισμός, το ταξίδι έχει ξεκινήσει και η πορεία έχει διαγραφεί. Βγαίνω από το δωμάτιο και κατευθύνομαι προς το υπόγειο. Πέντε όροφοι με χωρίζουν από τη αποθήκη όπου έχω κρύψει τον καθρέπτη που αποτελεί την πύλη για τον ονειρικό κόσμο που έχει εισβάλει στη ζωή μου.
Ζαλίζομαι! Παραπατάω στις σκάλες καθώς τα πόδια μου έχουν αρχίσει να μην με βαστάνε. Τα βήματά μου γίνονται όλο και πιο άτσαλα μέχρι που στο τέλος πέφτω και χάνω τις αισθήσεις μου. Τον βλέπω, είναι λίγα μέτρα πιο δίπλα. Με κοιτάει και γελάει δυνατά. Ακούω τη φωνή του να μου λέει, «αν νομίζεις ότι μπορείς να με νικήσεις σκέψου το καλά γιατί εγώ έχω τον έλεγχο του κορμιού σου. Είσαι ανίσχυρος μπροστά μου ενώ εγώ όπως βλέπεις έχω τη δύναμη να σε εξοντώσω ανά πάσα στιγμή.»
Αρχίζω να συνέρχομαι. Προσπαθώ να καταλάβω που βρίσκομαι μα η όρασή μου δεν έχει καθαρίσει ακόμα. Γύρω μου, ένα άσπρο φως με πλημμυρίζει, μια ζεστασιά και μια γαλήνη που διαπερνάει όλα το σώμα μου. Είναι όλα τόσο ωραία. Μακάρι να έμενα εκεί για πάντα, μακρυά από αυτόν τον άλλο που εισέβαλε ξανά στη ζωή μου. Περίμενε! Νομίζω ότι ακούω φωνές. Πράγματι! Ακούω φωνές, εκεί στο βάθος, αχνά αλλά είναι εκεί. Ακούω να φωνάζουν το όνομά μου. Πρέπει να πάω προς τα εκεί. Έρχομαι!….
… Όλα σκοτείνιασαν, σειρήνες ακούγονται ακριβώς από πάνω μου. Κάποιος φωνάζει το όνομά μου και μια ηλεκτρική εκκένωση διαπερνά το κορμί μου. «Μπιπ! Μπιπ! Εντάξει έχουμε σφυγμό, θα τα καταφέρουμε μέχρι το νοσοκομείο».
Ανοίγω τα μάτια μου. Είμαι ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Γνώριμη εικόνα που δεν με ξαφνιάζει καθόλου. Για μια ακόμα φορά προδόθηκα. Όχι όμως δεν θα παραδώσω έτσι εύκολα τα όπλα. Πρέπει να φύγω, πρέπει να τον κυνηγήσω, να αποτελειώσω αυτό που ξεκίνησα πριν καιρό. Αυτή τη φορά όμως θα είναι το τέλος, πρέπει να βρω τη δύναμη να τον νικήσω. Πως! ……
… Δεν μπορώ άλλο να σκεφτώ, έχω αρχίσει να κουράζομαι. Είμαι εξαντλημένος, αλλά δεν πρέπει να κοιμηθώ. Δεν πρέπει να με βρει ο άλλος εδώ, να γνωρίζει τις αδυναμίες μου γιατί τότε η νίκη του θα είναι βέβαιη. Πρέπει να βρω τρόπο να φύγω από εδώ και να πάω να τον πολεμήσω τώρα που υπάρχει λίγη δύναμη μέσα μου.
Η πόρτα του δωματίου μου ανοίγει και μια νοσοκόμα μου αλλάζει τον ορό:
- Μην ανησυχείτε κύριε Χάριταν, όλα θα πάνε καλά, ηρεμίστε τώρα και σε λίγο θα περάσω να σας ξαναδώ. Ο ορός αυτός θα σας βοηθήσει να χαλαρώσετε και να κοιμηθείτε.
- Μα δεν καταλαβαίνετε, δεν πρέπει να κοιμηθώ όχι ακόμα τουλάχιστον. Βγάλτε τον ορό, βγάλτε τον είπα, βγάλτε!!!
- Γεια σου λοιπόν κ. Στήβενσον, πως είσαι; Δεν σε βλέπω και πολύ καλά. Νομίζεις ακόμα πως μπορείς να με σκοτώσεις; Δεν βαρέθηκες τόσα χρόνια να προσπαθείς.
- Όχι! Πρέπει να πεθάνεις, δεν πρέπει να έχεις ζωή. Αρκετά με βασάνισες όλα αυτά τα χρόνια. Μετανιώνω που σε ελευθέρωσα τότε. Αλλά βλέπεις σε είχα ανάγκη, μόνος μου δεν θα μπορούσα ποτέ να το ξεπεράσω, θα είχα τρελαθεί όπως λένε σήμερα οι υπόλοιποι άνθρωποι. Ποιος ξέρει ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Εγώ στο άσυλο αλλά εσύ δεν θα είχες βγει.
- Τώρα όμως αυτό έγινε και ήρθε η ώρα να πληρωθώ, το ξέρεις πως θα γινότανε αυτό κάποια στιγμή αλλά προτίμησες να ξεφύγεις και να αρνηθείς την πληρωμή. Λοιπόν ήρθε η ώρα να πληρώσεις και ξέρεις πολύ καλά τι θέλω.
- Ξέρω αλλά δεν θα το πάρεις τόσο εύκολα.
- Πολύ πιο εύκολα από όσο φαντάζεσαι. Αλλά σε συμβουλεύω να μην παλέψεις άλλο γιατί θα πονέσεις ακόμα πιο πολύ και δεν θέλω να σου κάνω άλλο κακό, άλλωστε είμαστε το ίδιο πρόσωπο. Εσύ είσαι εγώ και εγώ είμαι αυτό που αρνείσαι να δεις, ο πραγματικός σου εαυτός, πανίσχυρος και γεμάτος σοφία που δεν μπορεί να τον σταματήσει τίποτα τώρα πια. Ούτε καν το μαχαίρι που έχεις κρυμμένο στο σακάκι σου. Δεν το φοβάμαι πια, δεν μπορεί να μου κάνει κακό.
- Αφού προορίζεται για σένα, αν θυμάσαι καλά δημιουργηθήκατε μαζί. Το μαχαίρι συμπληρώνει εσένα και εσύ αυτό και όταν ενωθείτε θα ξαναγίνεται πάλι αυτό το οποίο ήσασταν πριν σε καλέσω.
- Κάνεις λάθος γέρο φίλε μου. Δεν διάβασες όλο το βιβλίο. Το μαχαίρι είναι προέκταση δικιά μου και όχι συμπλήρωμά μου. Όταν λοιπόν ενωθώ με αυτό θα γίνω αυτό που πάντα ήμουν και αυτό το χρωστάω σε σένα που με κάλεσες. Δεν υπάρχει τρόπος να με σκοτώσεις.
- Λες ψέματα!
- Απεναντίας, μπορώ να στο αποδείξω. Δώσε μου το μαχαίρι και δες να μεταμορφώνομαι σε αυτό που είσαι προορισμένος να γίνεις. Ο κυρίαρχος δαίμονας του νησιού Γκλόριαν.
Το χέρι μου ψάχνει στην τσέπη του σακακιού μου για το μαχαίρι. Είναι εκεί. Δεν έχω τη δύναμη να τον παλέψω. Η ήττα μου ήταν προδιαγεγραμμένη. Δεν έχει νόημα πια να πολεμήσω.
- Πάρ’ το. Έχασα. Ας τελειώνουμε ήσυχα.
Μια λάμψη με τύφλωσε την στιγμή που πήρε το μαχαίρι στα χέρια του. Γύρισα το πρόσωπό μου αλλά νοιώθω ακόμα το φως να με τυφλώνει. Στα αυτιά μου έρχεται ο ήχος από κύματα, ενώ οι πνεύμονές μου γεμίζουν με ένα συνοθύλευμα από βανίλια και γιασεμί. Ανοίγω τα μάτια μου και παρόλο που βλέπουν ακόμα θολά, μπορούν να ξεχωρίσουν την πανδαισία χρωμάτων που επικρατεί στον ορίζοντα.
Αρχίζω να θυμάμαι. Είναι το νησί Γκλόριαν. Σε εκείνη την παραλία δίπλα στα παλιά ερείπια βρήκα το βιβλίο που δυόμιση χρόνια τώρα με στοίχειωσε. Σε αυτό το βιβλίο διάβασα για τον δαίμονα που έσπερνε πόνο και δυστυχία σε ολόκληρο το νησί.
Και τώρα πια ο δαίμονας είναι πάλι ζωντανός,
εγώ τον έφερα στη ζωή,
εγώ είμαι ο δαίμονας
και θα τελειώσω αυτό που ξεκίνησα χιλιάδες χρόνια πριν!
ΤΕΛΟΣ
Παναγιώτης Γκασιάμης ©
* Το απόσπασμα με πλάγια γράμματα βασίστηκε και αποτελεί διασκευή του πρωτότυπου κειμένου της Μαίρης Μπρούσου με τίτλο "Χωρίς Τίτλο".