Τίτλος: "Stranger Things"
Σκηνοθέτης: Duffer Brothers
Είδος: Sci-fi / Τρόμου
Παραγωγή: 2016
Λίγα λόγια για το έργο:
Βρισκόμαστε στη φανταστική πόλη Hawkins της Indiana των ΗΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όπου μια παρέα παιδιών που αρέσκονται σε παιχνίδια τύπου “Dungeons & Dragons”, έρχονται ξαφνικά αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα της εξαφάνισης του καλού τους φίλου, Will Byers. Έκτοτε, μαζί με γονείς, συγγενείς και τοπικές αρχές - και επιχειρώντας να λύσουν το μυστήριο της απουσίας του χαμένου τους φίλου - ανακαλύπτουν, στα πέριξ της πόλης, ένα επιστημονικό εργαστήριο που πραγματοποιεί μυστικά πειράματα ψυχικής φύσεως, υπεραισθητήριας αντίληψης και άλλων παρόμοιων δυνάμεων ενώ, την ίδια στιγμή, αλλόκοτες παρουσίες αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους στις “παρυφές” του κόσμου του Hawkins.
Όταν, όμως, στο εν λόγω εργαστήριο συμβαίνει ένα ατύχημα, η Eleven, ένα κορίτσι με ιδιαίτερες ικανότητες, μέσα στην αναστάτωση βρίσκει την ευκαιρία να διαφύγει από εκεί, έως ότου, στη συνέχεια, συναντήσει τυχαία τους φίλους του Will και τους βοηθήσει να βρεθούν στα ίχνη του εξαφανισμένου αγοριού. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, οι ανακαλύψεις και οι εκπλήξεις διαδέχονται η μία την άλλη, όταν ένας σκοτεινός “ανάποδος” κόσμος (“Upside Down”), μια εφιαλτική εναλλακτική διάσταση που κατοικείται από αποτρόπαια πλάσματα, έρχεται όλο και περισσότερο στο προσκήνιο, επηρεάζοντας αρνητικά τους κατοίκους του Hawkins. Τότε, πια, γίνεται σαφές ότι οι υπερφυσικές δυνάμεις της Eleven έχουν συγκεκριμένο στόχο και σκοπό.
Από εκεί και πέρα και για τις επόμενες τρεις σεζόν της σειράς - αν και παραμένει η ίδια βασική σύνθεση χαρακτήρων - νέα πρόσωπα, όπως και νέα μέρη ή τοποθεσίες, κάνουν σταδιακά την εμφάνιση τους, εμπλουτίζοντας την αφήγηση. Όλοι και όλα, όμως, συνδέονται και περιστρέφονται γύρω από την κοινή απειλή που προέρχεται από τον ανάποδο (“Upside Down”) κόσμο.
Μιλάμε για μία από τις πλέον δημοφιλείς σειρές που τα τελευταία 5-6 χρόνια έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον όχι μόνο του πλατύ κοινού, αλλά και πολλών φίλων της εσωτερικής αναζήτησης. Και αυτό όχι άδικα, μιας και τα μυστικά πειράματα που λαμβάνουν χώρα στο επιστημονικό εργαστήριο της φανταστικής πόλης του Hawkins, μοιάζουν βγαλμένα από τις θεωρίες συνωμοσίας που σχετίζονται με το περίφημο “Montauk Project”, ένα μυστικό κυβερνητικό πρόγραμμα κυρίως πάνω σε θέματα ψυχικών ερευνών, mind control και χωροχρονικής τηλεμεταφοράς, που ξεκίνησε στη στρατιωτική βάση του Montauk των ΗΠΑ στη δεκαετία του ’50 και διήρκησε για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, δηλαδή, μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’80, στην οποία, περιέργως, ξεκινάει να διαδραματίζεται χρονικά και η πλοκή της σειράς. Θα έλεγε κανείς ότι η όλη σειρά χτίστηκε και εμπλουτίστηκε από το υλικό των εν λόγω θεωριών.
Τι είναι, όμως, αυτό που την κάνει τόσο ελκυστική στο υποψιασμένο (και ανυποψίαστο) ευρύ κοινό;
Είναι σαφές ότι η ρετρό νοσταλγική ατμόσφαιρα των 80’s και οι επιρροές από έργα των Stephen King, John Carpenter, Stephen Spielberg και Sam Raimi, δίνουν τον αναγκαίο υποβλητικό τόνο, καθώς και την pop-horror κουλτούρα που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια εκείνης της δεκαετίας. Παρ’ όλα αυτά, αν κάποιος που έχει βιώματα από εκείνα τα χρόνια τα ανακαλέσει - αντικειμενικά, όμως, και χωρίς τα συνήθη νοσταλγικά φτιασιδώματα - ίσως θυμηθεί ότι, σαν αίσθηση, η τότε εποχή δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο από άποψη δημιουργικότητας, τρόπου ζωής και κουλτούρας, σε σχέση με παλαιότερες δεκαετίες. Ωστόσο, και συγκριτικά με τη σημερινή εποχή, οι Duffer Brothers πετυχαίνουν να αποδώσουν τον ανεπιτήδευτο αυθορμητισμό των χαρακτήρων, με όλα τα ελαττώματα και τα προτερήματα που τους κάνουν να διαφοροποιούνται εμφανώς μεταξύ τους, κάτι που, σαν στοιχείο, ήταν ακόμη υπαρκτό στον πραγματικό τότε κόσμο, εν αντιθέσει με την επίπεδη, ομογενοποιημένη “σούπα” προσώπων και πραγμάτων που επιχειρείται σήμερα. Κουβεντιάζουμε για μια εποχή που οι σχέσεις δεν περνούσαν, όπως σήμερα, μέσα από υπολογιστές, οι άνθρωποι έπρεπε να επισκεφτούν ο ένας τον άλλον για να επικοινωνήσουν, ενώ τα μυστήρια και τα αλλόκοτα τα βίωνε κάποιος διά ζώσης και όχι μέσα από την οθόνη του.
Από την άλλη, οι “δαίμονες” της σειράς (the Demogorgon / the Demodogs, the Mindflyer / Shadow monster, Vecna), ως όντα-κάτοικοι μιας άλλης διάστασης (Upside Down) που κάθε τόσο βρίσκουν διόδους και “ανοίγματα” προς την ήσυχη ζωή του Hawkins, συγκεντρώνουν όλη την απειλητική προς τη ζωή υπόσταση ενός αντίκοσμου. Μιας σκοτεινής διάστασης που, άτυπα, τοποθετείται πέρα από τη μεθόριο του βαθύ ασυνειδήτου, στις απαρχές του απροσδιόριστου και του αγνώστου. Εκεί που ο H.P. Lovecraft άρχιζε να περιγράφει πλάσματα πέρα από κάθε κατανόηση, φρικιαστικά όντα και θεότητες που αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο ως θήραμα. Εξού και οι φιγούρες του Demogorgon, πολύ περισσότερο όμως του Shadow monster, που παραπέμπουν στη Λαβκραφτική προσέγγιση ενός φανταστικού αποτρόπαιου σύμπαντος. Έτσι, τα τέρατα της σειράς - αλλά και, γενικά, τα τέρατα-κάτοικοι μιας απειλητικής προς εμάς διάστασης - εξιτάρουν, από τη μία, τη φαντασία μας και, από την άλλη, ενεργοποιούν τις πιο ενστικτώδεις και ζωογόνες δυνάμεις επιβίωσης της ύπαρξης / υπόστασης.
Η δε μουσική στο “Stranger Things” είναι πρωταγωνιστική, από την εισαγωγή των τίτλων αρχής αλλά και το περίφημο “Should I stay or should I go” των The Clash στην πρώτη σαιζόν, μέχρι το “Running Up That Hill” της Kate Bush που έρχεται να “ντύσει” μία από τις σημαντικότερες σκηνές όλης της σειράς. Εκτός, λοιπόν, από τον υποβλητικό τόνο των μουσικών κομματιών που συμβαδίζουν πλήρως με την πλοκή, το εναλλακτικό τους μήνυμα υπερβαίνει τα όρια της τηλεοπτικής αφήγησης, λειτουργώντας, επιπλέον, σαν ένα κρίσιμο “σημείο αναφοράς” που καθοδηγεί τους χαρακτήρες στα δύσβατα και άγνωστα μονοπάτια, λυτρώνοντας τους όταν χρειαστεί, στην κατάλληλη στιγμή. Προεκτείνοντας το, η υπόνοια για την ύπαρξη μιας αληθινής εσωτερικής μουσικής (ο “ήχος” του καθενός), γίνεται σαφής ως βάση και οδηγός για την ασφαλή πλεύση στη σκοτεινή θάλασσα του Αγνώστου.
Με αφορμή, όμως, τον παραλληλισμό των μυστικών ψυχικών πειραμάτων που πραγματοποιούνταν στο επιστημονικό εργαστήρι του Hawkins και αυτών που, σύμφωνα με τη θεωρία συνωμοσίας, φέρεται να πραγματοποιούνταν στο “Montauk Project”, θίγεται, για μια ακόμη φορά, το κατά πόσο μια τέτοια θεωρία συνωμοσίας είναι αληθινή - τουλάχιστον στον βαθμό και τον τρόπο που αυτή παρουσιάζεται - ειδικά, όταν υπάρχει μια πληθώρα από ταινίες και ντοκιμαντέρ που προσεγγίζουν το ίδιο θέμα.
Όπως και να ’χει, τόσο η συγκεκριμένη σειρά όσο και η κοινή λογική καταδεικνύουν ότι, δίπλα μας και γύρω μας, είναι παραπάνω από πιθανό να υπάρχουν άνθρωποι που υπόκεινται σε διαφορετικά κίνητρα και επιδιώξεις σε σχέση με τα κίνητρα της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων, καθώς διακρίνονται περίεργες καταστάσεις ή συμπεριφορές που δεν εξηγούνται με βάση τα ευρέως διαδεδομένα. Μερικές από αυτές τις επιδιώξεις έχουν να κάνουν με το ότι, προκειμένου να αναπτυχθούν οι ψυχικές ικανότητες κάποιων ατόμων ή να επιτευχθεί το χωροχρονικό ταξίδι και οι επιμέρους στόχοι μέσα σε αυτό - ανάλογα πάντα με τα συμφέροντα κυβερνήσεων και ιδιωτών - είναι πολύ πιθανό είτε από κάποιο λάθος είτε από σκόπιμες δοκιμές με άγνωστες συνέπειες, να έχουν ανοιχθεί πύλες-δίοδοι σε κάτι παντελώς ανεπιθύμητο. Δεν είναι απίθανο, δηλαδή, να έχουν όντως ανοιχθεί - και να συνεχίζουν να ανοίγονται - δρόμοι από και προς άλλους κόσμους, σε μια διπλής κατεύθυνσης διαδρομή ανθρώπων από εδώ και οντοτήτων από άλλες πραγματικότητες - στην προκειμένη περίπτωση ανεπιθύμητες.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, μέσω της σειράς, διακινείται ένα φανερό-κρυφό μήνυμα ενημέρωσης του κόσμου μας, πάνω στα αφανή κίνητρα ατόμων και ομάδων, επίσημων και ανεπίσημων υπηρεσιών, στον ρόλο των ατόμων με ψυχικές ικανότητες και στα πιθανά “λάθη” που μπορεί να οδηγήσουν σε παρατράγουδα. Ενώ σε ένα τρίτο επίπεδο, υπονοείται η όλο και μεγαλύτερη διείσδυση μιας σκιερής παρουσίας στη δική μας πραγματικότητα.
Κατά τα άλλα, από οποιοδήποτε επίπεδο προσέγγισης και αν το εξετάσουμε, γίνεται εμφανές ότι το “Stranger Things” αποτελεί από μόνο του - με τη συνεισφορά, πάντα, της μουσικής, των χαρακτήρων και της ανέμελης ποπ κουλτούρας - ένα είδος χρονο-πύλης, μέσω της οποίας μπορούμε και ταξιδεύουμε πίσω στην δεκαετία του ’80, όχι απαραίτητα έτσι όπως πραγματικά ήταν η δεκαετία αυτή αλλά, ίσως, έτσι όπως τη νοσταλγούμε. Πάντως, το λιγότερο ενδιαφέρον για αυτήν τη μεταφορά μας στα 80’s, είναι ότι, απλά, τα τελευταία χρόνια βιώνουμε ένα ρεύμα “αγκίστρωσης” στα χαρακτηριστικά της εν λόγω δεκαετίας, με τον ίδιο τρόπο που, ανά περιόδους, επανέρχονται παλιότερες μόδες.
Το πραγματικά ενδιαφέρον είναι ότι, για έναν περίεργο έως και σκόπιμο λόγο, τα φανταστικά γεγονότα της σειράς που διαδραματίζονται μέσα στη δεκαετία του ’80, συμπίπτουν χρονικά με τις πρώτες μαρτυρίες / ντοκουμέντα που σχετίζονται με το “Montauk Project” και που βγήκαν στο φως την ίδια, περίπου, περίοδο.
Το ακόμη πιο ενδιαφέρον, όμως, αναδύεται αν σκεφτούμε ότι στην περίπτωση που μια υπόγεια ροή πληροφορίας ερχόταν με σκοπό να επιστήσει την προσοχή μας σε μια υπαρκτή σκοτεινή απειλή που προέρχεται από τον αντίκοσμο (ή, γενικώς, από μια άλλη διάσταση), θα έπρεπε πρώτα να μας ταξιδέψει πίσω στον χρόνο. Εκεί που η καταλυτική επίδραση των υπολογιστών και της τεχνητής νοημοσύνης δεν έχει ακόμη πρωταγωνιστικό ρόλο και ούτε παρεμβαίνει στο πώς ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο ενώ, παράλληλα, ο ηλεκτρομαγνητικός θόρυβος δεν είναι ακόμη τόσο μεγάλος για να σταθεί εμπόδιο στην επαφή του ανθρώπου με το αλλοκοσμικό στοιχείο. Κοινώς, θα έπρεπε πρώτα να βρεθούμε σε μια Εποχή που η προσέγγιση του Αγνώστου και του Υπερφυσικού γινόταν ακόμη σχετικά άμεσα και φυσικά για τους περισσότερους, όταν για τους λιγότερους ήταν πάντα θέμα μυστικής, ή μη, γνώσης, εργαστηριακών δοκιμών και επιστημονικών πειραμάτων.
Εν κατακλείδι, φαίνεται πως το παραδοθέν μήνυμα έπρεπε να γίνει μέσω ενός οικείου, προσιτού και άμεσου δρόμου που μόνο το στοχευμένο ταξίδι στη σημειολογία του παρελθόντος μπορεί να καταφέρει. Εκεί, όπου η ανεμελιά και το ανεπιτήδευτο υπενθυμίζουν έναν άλλον κόσμο που βρισκόταν πιο κοντά στα φυσικά αμυντικά του ανακλαστικά και που μάλλον χάθηκε για πάντα - εκτός, βέβαια, από τις λίγες μαγικές στιγμές που αναβιώνει μέσα από τη δημιουργικότητα και την τέχνη, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση του πολύ ιδιαίτερου “Stanger Things”.
Βασίλης Μαθιουδάκης - Μαίρη Μπρούσου / oneirocosmos.gr ©
ΔΕΙΤΕ ΤΟ TRAILER ΤΟΥ 1ου ΚΥΚΛΟΥ: