Η Leonora Carrington, η διασημότερη ίσως σουρεαλίστρια του 20ου αιώνα, γεννήθηκε το 1917 στο Chorley της βορειοδυτικής Αγγλίας. Τα πρώτα της βήματα στην ζωγραφική τα έκανε στη Φλωρεντία δίπλα σε ειδικούς της Ιταλικής αναγέννησης, οι οποίοι και την επηρέασαν στη μετέπειτα δουλειά της.
Συνέχισε τις σπουδές στη σχολή καλών τεχνών στο Chelsea, πίσω στην Αγγλία, όπου είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με διάσημους πρωτοπόρους καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Max Ernst o οποίος και υπήρξε σύντροφος της για ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής της.
Αργότερα στο Παρίσι, δίπλα στην αφρόκρεμα των σουρεαλιστών καλλιτεχνών όπως οι Buñuel, Dalí, Man Ray, Miró, Picasso, Breton κ.α. συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις μαζί με άλλες γυναίκες όπως η Méret Oppenheim, Eileen Agar, Remedios Varo κ.α.
Το 1947 στη Νέα Υόρκη είχε την πρώτη της ατομική έκθεση και μέχρι τη δεκαετία του '60, η φήμη της είχε πια ήδη εδραιωθεί στην Ευρώπη και το Μεξικό, όπου εκεί έζησε το δεύτερο μεγάλο μέρος της ζωή της.
Μερικά από τα σπουδαία της ζωγραφικά έργα είναι τα "And then We Saw the Daughter of the Minotaur", "Self-Portrait", "Temple of the Word", "Labyrinth", "Sidhe the White People of the Tuatha de Danaan", "Les distractions de Dagobert", "Semaine", "The Giantess", "Adieu Ammenotep", "The Burning of Giordano Bruno", "Peackocks of Chen" και πολλά άλλα.
Ως πολυπράγμων προσωπικότητα, εκτός από τη ζωγραφική ασχολήθηκε και με τη γλυπτική, τη σκηνογραφία αλλά και τη συγγραφή βιβλίων, με πιο γνωστά τα "The Hearing Trumpet", "The Seventh Horse and Other Tales", "The House of Fear", "The Oval Lady: Surreal Stories".
Πέθανε μόλις 2 χρόνια πριν, το Μάη του 2011, σε ηλικία 96 ετών αφήνοντας μια πολύ ιδιαίτερη κληρονομιά τόσο στους δικούς της ανθρώπους όσο και στο καλλιτεχνικό στίγμα του περασμένου αιώνα.
Πέρα όμως από τη συνοπτική βιογραφία και το καλλιτεχνικό προφίλ, τι το ιδιαίτερο μπορεί να υπάρχει σε μια σουρεαλίστρια που είχε την ευτυχία να δημιουργεί από τις γόνιμες εποχές πριν και μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, έως και μέχρι τα πρόσφατα χρόνια;
Μπορεί να πει κάποιος, ο μαγικός ρεαλισμός των ιστοριών της, η αίσθηση ενός υβριδικού κόσμου, μισός κατανοητός μισός φανταστικός, γεμάτος με απειλητικές φιγούρες, μισές ανθρώπινες μισές ζωώδης, φίδια, ερπετά, άλογα. Πλάσματα απόκρυφα, του παραδόξου, πρόσωπα και προσωπεία μέσα σε σώματα, μια πανσπερμία πλασμάτων και κόσμων που οι κάτοικοί τους συμμετέχουν σε ένα παράξενο γαϊτανάκι που στοιχειώνει τις πιο μύχιες περιοχές του υποσυνειδήτου.
Μπορεί επίσης να είναι η σκοτεινή αίσθηση του χιούμορ των γραπτών της, η τραμπάλα στους ενορατικούς κόσμους, η ένδυση υπερβατικών ποιοτήτων, οι συνάξεις μαγισσών και η ανάδυση δυνάμεων και ικανοτήτων από την «άλλη όχθη».
Και όμως, το ιδιαίτερο κομμάτι στην περίπτωση της Leonora Carrington -όπως ίσως συμβαίνει και με αρκετούς άλλους γνωστούς και άγνωστους καλλιτέχνες- είναι ότι το έργο της αποτέλεσε μια ενδεικτική έκφραση της πραγματικής της ζωής που λίγο, ή και καθόλου, απείχε από την τέχνη της.
Η ζωή της ήταν αντισυμβατική εξ αρχής. Από μικρή είχε προβλήματα με τα συνήθη σχολεία από τα οποία και είχε αποβληθεί για «εκκεντρική» και «αντικοινωνική» συμπεριφορά. Ως ευαίσθητη ύπαρξη, τα σοκ και οι πιέσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος διαδέχονταν το ένα το άλλο.
Η γνωριμία και η σχέση της με τον Max Ernst αποτέλεσε κομβικό σημείο για την σύντομη αλλά περιπετειώδη ζωή που θα ακολουθούσε μαζί του, ειδικά με την έναρξη του β' παγκόσμιου πολέμου, τις συλλήψεις του Ernst και την δίωξη καλλιτεχνών για «ανήθικη» τέχνη από τους ναζί. Η ακόλουθη ψυχική κατάρρευση από τις δοκιμασίες θα την έβρισκε αναπόφευκτα.
Ο εγκλεισμός της σε κλινική στην Ισπανία και η χορήγηση ψυχοφαρμάκων για την αντιμετώπιση της κατάστασης της συν διάφορα άλλα γεγονότα, επιδείνωσαν την υγεία της με αποτέλεσμα να προσπαθήσει να διαφύγει μέσω Λισαβόνας για το Μεξικό. Κάτι που το κατάφερε με τη βοήθεια φίλων καλλιτεχνών.
Στο Μεξικό, γυρίζοντας σελίδα, θα είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τις «αιρετικές» και απόκρυφες παραδόσεις των Αζτέκων και των Μάγιας, την αλχημεία, τις εσωτερικές διδασκαλίες, τη Καμπαλά κ.λπ. Κάτι που θα γινόταν πηγή έμπνευσης και διέξοδος για τον πολυτάραχο ψυχικό της κόσμο.
Με δυο λόγια, η Leonora Carrington δεν ζούσε σε δύο ξεχωριστούς κόσμους, αυτόν της σουρεαλιστικής τέχνης και αυτόν του καθημερινού συμβιβασμού. Ο κόσμος της ήταν σχεδόν εξολοκλήρου σουρεαλιστικός, συμπτύσσοντας το λογικό με το παράλογο, μια επιλογή που είχε ως συνέπεια το τίμημα της κόντρας της με την κυρίαρχη πραγματικότητα. Κάτι που αποτέλεσε -κυρίως στο πρώτο μισό της ζωής της- και την επώδυνη σκανδάλη για ν' αναδυθεί όλος αυτός ο εκφραστικός πλούτος των πιο σκοτεινών ψυχικών τόνων. Αυτών που θα εύρησκαν μετέπειτα ανταπόκριση στον εσωτερισμό και τις μυστικές τέχνες.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η παρακαταθήκη που άφησε είναι αυτή μιας άτυπης αιρετικής τέχνης που ξεπερνά τα κλασικά όρια του υπερρεαλισμού και αγγίζει τα όρια των πιο σκοτεινών πτυχών του αγνώστου και το πως αυτό αλληλεπιδρά με τις ανοιχτές «πληγές» του βαθύ ασυνείδητου.
Μια τέχνη που δείχνει να επηρέασε παλαιότερους και σύγχρονους καλλιτέχνες που βρίσκονται σε παρεμφερές ή κοινό νήμα με την ίδια, όπως ο Alejandro Jodorowsky με τον οποίο ήταν φίλοι και συνεργάτες, ο David Lynch, ο Dario Argento καθώς και παρακλάδια του occult fantasy.
Κλείνοντας, αν θα θέλαμε να κρατήσουμε κάποιο μήνυμα από τη ζωή και το έργο της Leonora Carrington, αυτό θα ήταν να μην φοβόμαστε να είμαστε ο εαυτός μας καθώς και να τον εκφράζουμε με κάθε διαθέσιμο τρόπο!
Βασίλης Μαθιουδάκης / oneirocosmos.gr ©